Dépasser en grec
Traduction: dépasser, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διασχίζω, ξεπερνώ, προηγούμαι, στενά, πέρασμα, προσπερνώ, βήμα, υπερβαίνω, γέμισμα, δρασκελίζω, βηματίζω, σταυρός, παραβαίνω, προκαταλαμβάνω, προλαμβάνω, κυκλοφορώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): dépasser
dépasser anglais, dépasser antonyme, dépasser antonymes, dépasser conjugaison, dépasser en anglais, dépasser dictionnaire de langue grec, dépasser en grec
Traductions
- dépasse en grec - υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, υπερβεί, ξεπερνά
- dépassent en grec - ξεπερνώ, υπερβαίνω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
- dépassez en grec - ξεπερνώ, υπερβαίνω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
- dépassons en grec - υπερβαίνω, ξεπερνώ, ξεπερνούν, ξεπεράσει, ξεπεράσουν, να ξεπεράσει, υπερβαίνουν
Mots aléatoires
Dépasser en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διασχίζω, ξεπερνώ, προηγούμαι, στενά, πέρασμα, προσπερνώ, βήμα, υπερβαίνω, γέμισμα, δρασκελίζω, βηματίζω, σταυρός, παραβαίνω, προκαταλαμβάνω, προλαμβάνω, κυκλοφορώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Traductions: διασχίζω, ξεπερνώ, προηγούμαι, στενά, πέρασμα, προσπερνώ, βήμα, υπερβαίνω, γέμισμα, δρασκελίζω, βηματίζω, σταυρός, παραβαίνω, προκαταλαμβάνω, προλαμβάνω, κυκλοφορώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το