Désordre en grec
Traduction: désordre, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ταραχή, χάος, αναταραχή, ντόρος, ενόχληση, ταραγμένος, μπερδεύω, φασαρία, αναστατώνω, ακαταστασία, σάλος, συγχέω, πάθηση, λαβύρινθος, κυκεώνας, διαταραχή, αταξία, διαταραχής, διαταραχές, διαταραχή του
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): désordre
coline serreau, désordre alimentaire, désordre amoureux, désordre antonymes, désordre bipolaire, désordre dictionnaire de langue grec, désordre en grec
Traductions
- désopilant en grec - ξεκαρδιστικός, θορυβώδης, φαιδρός, ταραχώδης, σάλο
- désordonné en grec - ακατάστατος, άτακτος, ανώμαλο, ανώμαλος, χαώδης, άτακτα, άτακτη, ...
- désorganisation en grec - αποδιοργάνωση, αποδιοργάνωσης, την αποδιοργάνωση, η αποδιοργάνωση, ανοργανωσιά
- désorganiser en grec - αποδιοργανώνω, αποδιοργανώνουν, αποπροσανατολίσουν, αποδιοργανώσει, αναστατώνω
Mots aléatoires
Désordre en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ταραχή, χάος, αναταραχή, ντόρος, ενόχληση, ταραγμένος, μπερδεύω, φασαρία, αναστατώνω, ακαταστασία, σάλος, συγχέω, πάθηση, λαβύρινθος, κυκεώνας, διαταραχή, αταξία, διαταραχής, διαταραχές, διαταραχή του
Traductions: ταραχή, χάος, αναταραχή, ντόρος, ενόχληση, ταραγμένος, μπερδεύω, φασαρία, αναστατώνω, ακαταστασία, σάλος, συγχέω, πάθηση, λαβύρινθος, κυκεώνας, διαταραχή, αταξία, διαταραχής, διαταραχές, διαταραχή του