Détente en grec
Traduction: détente, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ξεκούραση, εκτόνωση, δεμένος, σκανδάλη, χαλάρωση, χαλάρωσης, τη χαλάρωση, ξεκούρασης
Autres langues
Mots associés / Définition (def): détente
améliorer sa détente, detente, double détente, détente adiabatique, détente airsoft, détente dictionnaire de langue grec, détente en grec
Traductions
- détenir en grec - αμπάρι, παρακρατώ, κρατώ, καθυστερώ, διατηρώ, εξακολουθώ, προσκολλώμαι, ...
- détenons en grec - κρατώ, καθυστερώ, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
- détenteur en grec - κομιστής, κάτοχος, φορέας, θήκη, κτήτορας, ιδιοκτήτης, κάτοχο, ...
- détention en grec - φυλάκιση, παρακράτηση, κρατώ, αμπάρι, κράτηση, συλλαμβάνω, κατοχή, ...
Mots aléatoires
Détente en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ξεκούραση, εκτόνωση, δεμένος, σκανδάλη, χαλάρωση, χαλάρωσης, τη χαλάρωση, ξεκούρασης
Traductions: ξεκούραση, εκτόνωση, δεμένος, σκανδάλη, χαλάρωση, χαλάρωσης, τη χαλάρωση, ξεκούρασης