Détenteur en grec
Traduction: détenteur, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κομιστής, κάτοχος, φορέας, θήκη, κτήτορας, ιδιοκτήτης, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): détenteur
atd, avis tiers detenteur, avis tiers détenteur, définition détenteur, détendeur butane, détenteur dictionnaire de langue grec, détenteur en grec
Traductions
- détenons en grec - κρατώ, καθυστερώ, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
- détente en grec - ξεκούραση, εκτόνωση, δεμένος, σκανδάλη, χαλάρωση, χαλάρωσης, τη χαλάρωση, ...
- détention en grec - φυλάκιση, παρακράτηση, κρατώ, αμπάρι, κράτηση, συλλαμβάνω, κατοχή, ...
- détenu en grec - φυλακισμένος, τρόφιμος, δέσμιος, καταδικάζω, κατάδικος, αιχμάλωτος, απάτη, ...
Mots aléatoires
Détenteur en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κομιστής, κάτοχος, φορέας, θήκη, κτήτορας, ιδιοκτήτης, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου
Traductions: κομιστής, κάτοχος, φορέας, θήκη, κτήτορας, ιδιοκτήτης, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου