Détiennent en grec
Traduction: détiennent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
καθυστερώ, κρατώ, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): détiennent
détiennent antonymes, détiennent grammaire, détiennent mots croisés, détiennent signification, détiennent synonyme, détiennent dictionnaire de langue grec, détiennent en grec
Traductions
- détestées en grec - μισητός, μισούσε, μισούσαν, μίσησε, μισητό
- détestés en grec - μισητός, μισούσε, Μισούμενος, μισούσαν, Δεν μου άρεσε
- détiens en grec - κρατώ, καθυστερώ, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
- détient en grec - κατέχει, κρατά, διαθέτει, κάτοχος, ισχύει
Mots aléatoires
Détiennent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: καθυστερώ, κρατώ, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Traductions: καθυστερώ, κρατώ, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει