Deviser en grec
Traduction: deviser, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κουβεντιάζω, κουτσομπόλης, κουβέντα, κουτσομπολεύω, κουτσομπολιό, επινοητής, μέλλοντα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): deviser
deviser antonymes, deviser bacchus, deviser cop copine, deviser de, deviser devis, deviser dictionnaire de langue grec, deviser en grec
Traductions
- devis en grec - χωρίο, παράθεση, προϋπολογισμός, υπολογίζω, προσφορά, απόσπασμα, εισαγωγικά, ...
- devise en grec - είσοδος, μηχάνημα, σύνθημα, λήμμα, συσκευή, ομιλία, τέχνασμα, ...
- devises en grec - συνάλλαγμα, νόμισμα, νομίσματος, νομισμάτων, αναξογιών, συναλλάγματος
- devoir en grec - δεξίωση, χρειάζομαι, μούστος, έχε, αγγαρεία, βάρος, προβάλλω, ...
Mots aléatoires
Deviser en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κουβεντιάζω, κουτσομπόλης, κουβέντα, κουτσομπολεύω, κουτσομπολιό, επινοητής, μέλλοντα
Traductions: κουβεντιάζω, κουτσομπόλης, κουβέντα, κουτσομπολεύω, κουτσομπολιό, επινοητής, μέλλοντα