Dispense en grec
Traduction: dispense, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
απολύω, απαλλαγή, εκπυρσοκρότηση, κυκλοφορώ, εκροή, παράδοση, ανοσία, απονομή, εκκρίνω, ασυδοσία, άφεση, δημοσιεύω, παραλαβή, εξαίρεση, απαλλαγής, εξαίρεσης, απαλλαγής κατά
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): dispense
demande de dispense, dispense acompte, dispense annexe comptable, dispense antonymes, dispense d'acompte, dispense dictionnaire de langue grec, dispense en grec
Traductions
- dispensant en grec - χορήγηση, παροχή, παρέχοντας, παρέχει, την παροχή
- dispensation en grec - απονομή, απαλλαγή, διανομή, εξαίρεση, απαλλαγής, απονομής
- dispensent en grec - απαλλάσσω, απαλλαγμένος, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
- dispenser en grec - μοιράζω, διανέμω, απονέμω, αγορά, απαλλαγμένος, απαλλάσσω, απαλλάξει, ...
Mots aléatoires
Dispense en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: απολύω, απαλλαγή, εκπυρσοκρότηση, κυκλοφορώ, εκροή, παράδοση, ανοσία, απονομή, εκκρίνω, ασυδοσία, άφεση, δημοσιεύω, παραλαβή, εξαίρεση, απαλλαγής, εξαίρεσης, απαλλαγής κατά
Traductions: απολύω, απαλλαγή, εκπυρσοκρότηση, κυκλοφορώ, εκροή, παράδοση, ανοσία, απονομή, εκκρίνω, ασυδοσία, άφεση, δημοσιεύω, παραλαβή, εξαίρεση, απαλλαγής, εξαίρεσης, απαλλαγής κατά