Distinctif en grec
Traduction: distinctif, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ξεχωριστός, διακριτικός, διακριτικό, διακριτικού, διακριτικά, χαρακτηριστική
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): distinctif
distinctif ajaccio, distinctif antonymes, distinctif coiffure rumilly, distinctif grammaire, distinctif mots croisés, distinctif dictionnaire de langue grec, distinctif en grec
Traductions
- distinct en grec - σαφής, καταφανής, άνισος, διάφορα, ζωντανός, γαλήνιος, τόλμημα, ...
- distinctement en grec - σαφώς, ξεκάθαρα, καθαρά, έντονα, ευδιάκριτα, ευκρινώς, διακριτά
- distinction en grec - βελτίωση, κομψότητα, χάσμα, στολισμός, διαχωρισμός, κενό, διαφορά, ...
- distingua en grec - διακεκριμένος, διακρίνονται, διακρίνεται, διακεκριμένους, διακεκριμένων
Mots aléatoires
Distinctif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ξεχωριστός, διακριτικός, διακριτικό, διακριτικού, διακριτικά, χαρακτηριστική
Traductions: ξεχωριστός, διακριτικός, διακριτικό, διακριτικού, διακριτικά, χαρακτηριστική