Domicile en grec
Traduction: domicile, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τοποθετώ, διπλοκατοικία, κατοικία, τόπος, μέρος, επίπεδος, διαμέρισμα, σπίτι, κατάλυμα, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): domicile
aide a domicile, aide à domicile, attestation domicile, coiffeur, coiffeur a domicile, domicile dictionnaire de langue grec, domicile en grec
Traductions
- domestique en grec - σπίτι, ντόπιος, ιθαγενής, κατοικίδιος, υπηρέτρια, έντερο, οικιακός, ...
- domestiquer en grec - εξημερώνω, τιθασεύω, εξημερώσουν, εξημερώνουν, εξημερώσουμε, εξημέρωση
- domiciles en grec - σπίτια, κατοικίες, τα σπίτια, κατοικιών, σπιτιών
- domicilier en grec - εντοπίζω, κατοικία, κατοικίας, έδρα, την κατοικία, έδρας
Mots aléatoires
Domicile en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τοποθετώ, διπλοκατοικία, κατοικία, τόπος, μέρος, επίπεδος, διαμέρισμα, σπίτι, κατάλυμα, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
Traductions: τοποθετώ, διπλοκατοικία, κατοικία, τόπος, μέρος, επίπεδος, διαμέρισμα, σπίτι, κατάλυμα, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού