Doser en grec
Traduction: doser, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δοσολογία, ζυγαριά, δοκιμάζω, πλάστιγγα, ισοζύγιο, ισορροπία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): doser
dose i doser, doser antonymes, doser beton, doser café, doser café filtre, doser dictionnaire de langue grec, doser en grec
Traductions
- dosage en grec - δοσολογία, δοκιμάζω, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
- dose en grec - δοσολογία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
- doseur en grec - δοσομετρητές, δοσομετρητή, πλησιέστερα, δοσομετρική, εγγύτερα
- dossier en grec - υποστηρίζω, υποβάλλω, λιμάρω, πλάτη, ενισχύω, πίφερο, ρεκόρ, ...
Mots aléatoires
Doser en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δοσολογία, ζυγαριά, δοκιμάζω, πλάστιγγα, ισοζύγιο, ισορροπία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων
Traductions: δοσολογία, ζυγαριά, δοκιμάζω, πλάστιγγα, ισοζύγιο, ισορροπία, δόση, δόσης, τη δόση, της δόσης, δόσεων