Dur en grec
Traduction: dur, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
στυγνός, άβολος, εταιρία, γυμνός, βαρύς, άγριος, αλύγιστος, άκαμπτος, σκληροτράχηλος, σκληρός, άτεγκτος, σοβαρός, τραχύς, ισχυρός, σκέτος, πρύμνη, σκληρά, σκληρό, σκληρού, σκληρή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): dur
disque dur, disque dur 1to, disque dur externe, disque dur mac, disque dur ssd, dur dictionnaire de langue grec, dur en grec
Traductions
- duplicité en grec - διπροσωπία, υποκρισία, δολιότητα, η διπροσωπία, διπλοπροσωπία
- dupliquer en grec - διπλότυπο, αντίγραφο, εις διπλούν, διπλούν, επαναλάβει
- dura en grec - διήρκεσε, διήρκησε, κράτησε, διάρκεσε, διήρκεσαν
- durabilité en grec - επιμονή, εμμονή, αντοχή, ανθεκτικότητα, διάρκεια, διατηρησιμότητας, αντοχής
Mots aléatoires
Dur en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: στυγνός, άβολος, εταιρία, γυμνός, βαρύς, άγριος, αλύγιστος, άκαμπτος, σκληροτράχηλος, σκληρός, άτεγκτος, σοβαρός, τραχύς, ισχυρός, σκέτος, πρύμνη, σκληρά, σκληρό, σκληρού, σκληρή
Traductions: στυγνός, άβολος, εταιρία, γυμνός, βαρύς, άγριος, αλύγιστος, άκαμπτος, σκληροτράχηλος, σκληρός, άτεγκτος, σοβαρός, τραχύς, ισχυρός, σκέτος, πρύμνη, σκληρά, σκληρό, σκληρού, σκληρή