Emprise en grec
Traduction: emprise, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αμπάρι, δουλεύω, απαλλοτρίωση, πείθω, λικνίζομαι, ταλαντεύομαι, εργασία, κρατώ, εξουσιάζω, έλεγχος, σπασμός, κανόνας, δουλειά, δραστηριότητα, ιθύνω, εργάζομαι, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): emprise
définition emprise, emprise 2001, emprise antonymes, emprise au sol, emprise droit administratif, emprise dictionnaire de langue grec, emprise en grec
Traductions
- empressée en grec - πρόθυμος, πρόθυμοι, πρόθυμη, πρόθυμο, ανυπομονούν
- empressées en grec - πρόθυμος, πρόθυμοι, πρόθυμη, πρόθυμο, ανυπομονούν
- emprisonne en grec - παγίδες, παγίδων, τις παγίδες, οι παγίδες, των παγίδων
- emprisonnement en grec - φύλαξη, κράτηση, κηδεμονία, φυλάκιση, φυλάκισης, ποινή φυλάκισης, φυλακίσεως, ...
Mots aléatoires
Emprise en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αμπάρι, δουλεύω, απαλλοτρίωση, πείθω, λικνίζομαι, ταλαντεύομαι, εργασία, κρατώ, εξουσιάζω, έλεγχος, σπασμός, κανόνας, δουλειά, δραστηριότητα, ιθύνω, εργάζομαι, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Traductions: αμπάρι, δουλεύω, απαλλοτρίωση, πείθω, λικνίζομαι, ταλαντεύομαι, εργασία, κρατώ, εξουσιάζω, έλεγχος, σπασμός, κανόνας, δουλειά, δραστηριότητα, ιθύνω, εργάζομαι, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει