Envol en grec
Traduction: envol, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αναχώρηση, απόκλιση, πτήση, πτήσης, πτήσεων, της πτήσης, την πτήση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): envol
association envol, envol 2001, envol antonymes, envol de provence, envol du phenix, envol dictionnaire de langue grec, envol en grec
Traductions
- envoie en grec - αποστέλλει, στέλνει, στέλνει με, έβγαλε, πήρε
- envoient en grec - στέλνω, στείλετε, στείλτε, στείλει, να στείλετε, αποστείλει
- envoler en grec - ξεκίνημα, ξεκινώ, τρέξιμο, αρχή, αρχίζω, φέρουν, που φέρουν, ...
- envolée en grec - πτήση, πτήσης, πτήσεων, της πτήσης, την πτήση
Mots aléatoires
Envol en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αναχώρηση, απόκλιση, πτήση, πτήσης, πτήσεων, της πτήσης, την πτήση
Traductions: αναχώρηση, απόκλιση, πτήση, πτήσης, πτήσεων, της πτήσης, την πτήση