Exempter en grec
Traduction: exempter, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αυτεξούσιος, δικαιολογία, αφορμή, αποκλείω, συγχωρώ, άφεση, ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, τσάμπα, εκροή, κυκλοφορώ, εκπυρσοκρότηση, απαλλαγμένος, αθωώνω, απαλλάσσω, μετακομίζω, απαλλάσσονται, εξαιρούνται, απαλλάσσεται, απαλλασσόμενες, απαλλαγή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): exempter
exempt d'un cours, exempte de, exempte définition, exempte synonyme, exempter antonymes, exempter dictionnaire de langue grec, exempter en grec
Traductions
- exempt en grec - απαλλάσσω, απαλλαγμένος, απαλλάσσονται, εξαιρούνται, απαλλάσσεται, απαλλασσόμενες, απαλλαγή
- exempte en grec - δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
- exemption en grec - ανοσία, κυκλοφορώ, ασυδοσία, χειραφέτηση, δημοσιεύω, απαλλαγή, εκκρίνω, ...
- exerce en grec - ασκήσεις, ασκήσεων, τις ασκήσεις, exercises, ασκεί
Mots aléatoires
Exempter en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αυτεξούσιος, δικαιολογία, αφορμή, αποκλείω, συγχωρώ, άφεση, ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, τσάμπα, εκροή, κυκλοφορώ, εκπυρσοκρότηση, απαλλαγμένος, αθωώνω, απαλλάσσω, μετακομίζω, απαλλάσσονται, εξαιρούνται, απαλλάσσεται, απαλλασσόμενες, απαλλαγή
Traductions: αυτεξούσιος, δικαιολογία, αφορμή, αποκλείω, συγχωρώ, άφεση, ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, τσάμπα, εκροή, κυκλοφορώ, εκπυρσοκρότηση, απαλλαγμένος, αθωώνω, απαλλάσσω, μετακομίζω, απαλλάσσονται, εξαιρούνται, απαλλάσσεται, απαλλασσόμενες, απαλλαγή