Exercice en grec
Traduction: exercice, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ικανότητα, επιδεξιότητα, εφαρμογή, εκπαίδευση, πρακτική, εκτέλεση, άσκηση, προπονούμενος, τροχός, τριβελίζω, επιβολή, φιλοτεχνία, τέχνη, προπόνηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): exercice
exercice abdo, exercice abdos, exercice antonymes, exercice ce1, exercice ce2, exercice dictionnaire de langue grec, exercice en grec
Traductions
- exercer en grec - τριβελίζω, αμαξοστοιχία, τροχός, τρένο, ασκώ, εξασκώ, εκπαιδεύω, ...
- exercez en grec - άσκηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
- exercèrent en grec - ασκούνται, ασκείται, ασκηθεί, ασκήσει, ασκεί
- exercé en grec - έντεχνος, ασκείται, ασκούνται, ασκηθεί, εφαρμόζεται, πρακτική
Mots aléatoires
Exercice en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ικανότητα, επιδεξιότητα, εφαρμογή, εκπαίδευση, πρακτική, εκτέλεση, άσκηση, προπονούμενος, τροχός, τριβελίζω, επιβολή, φιλοτεχνία, τέχνη, προπόνηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
Traductions: ικανότητα, επιδεξιότητα, εφαρμογή, εκπαίδευση, πρακτική, εκτέλεση, άσκηση, προπονούμενος, τροχός, τριβελίζω, επιβολή, φιλοτεχνία, τέχνη, προπόνηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία