Experte en grec
Traduction: experte, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εμπειρογνώμονας, ειδικός, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Autres langues
Mots associés / Définition (def): experte
assistante experte, expert miami, experte antonymes, experte capillaire, experte capillaire 2, experte dictionnaire de langue grec, experte en grec
Traductions
- expert en grec - ειδικός, επιτήδειος, εμπειρογνώμονας, τοπογράφος, ικανός, προχωρημένος, εκτιμητής, ...
- expert-comptable en grec - ορκωτός λογιστής, ορκωτό λογιστή, ορκωτού λογιστή, ορκωτό ελεγκτή, ορκωτού ελεγκτή
- expertise en grec - εξέταση, πραγματογνωμοσύνη, διεργασία, εμπειρογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνης, εμπειρία, τεχνογνωσία
- expertiser en grec - αξία, τιμή, εκτιμώ, εκτίμηση, αξιολογεί, εκτιμά, εκτιμήσει, ...
Mots aléatoires
Experte en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εμπειρογνώμονας, ειδικός, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Traductions: εμπειρογνώμονας, ειδικός, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων