Fendre en grec
Traduction: fendre, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χωρίζω, κόβω, διχοτομία, θραύσμα, πελεκώ, ξεχωριστός, κουρεύω, μοιράζω, σκίζω, ιδιαίτερος, τσεκουριά, αγκίδα, χωριστός, μοίρα, πόρπη, διαιρώ, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): fendre
coin fendre bois, fendre antonymes, fendre bois, fendre buches, fendre conjugaison, fendre dictionnaire de langue grec, fendre en grec
Traductions
- fendit en grec - διχοτομία, μοιράζω, μοίρα, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, ...
- fendons en grec - μοίρα, διχοτομία, μοιράζω, σχίζω, ανοίγω, διασπούν, αποκόπτουν, ...
- fends en grec - μοίρα, μοιράζω, διχοτομία
- fendu en grec - μοίρα, διχοτομία, μοιράζω, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, ...
Mots aléatoires
Fendre en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χωρίζω, κόβω, διχοτομία, θραύσμα, πελεκώ, ξεχωριστός, κουρεύω, μοιράζω, σκίζω, ιδιαίτερος, τσεκουριά, αγκίδα, χωριστός, μοίρα, πόρπη, διαιρώ, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη
Traductions: χωρίζω, κόβω, διχοτομία, θραύσμα, πελεκώ, ξεχωριστός, κουρεύω, μοιράζω, σκίζω, ιδιαίτερος, τσεκουριά, αγκίδα, χωριστός, μοίρα, πόρπη, διαιρώ, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη