Fonder en grec
Traduction: fonder, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
καθελκύω, εξαπολύω, τεκμηριώνω, αναστηλώνω, ανάστημα, ορθώνω, κορμοστασιά, επιβάλλω, αποτελώ, ανεγείρω, εγκαθιδρύω, ιδρύω, χτίζω, εγκαθιστώ, συγκροτώ, διαπιστώνω, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): fonder
fonder antonymes, fonder conjugaison, fonder demain, fonder en anglais, fonder grammaire, fonder dictionnaire de langue grec, fonder en grec
Traductions
- fondement en grec - βάση, ευτελής, θεμελιώδης, θεμέλιο, γη, λόγος, προσαράσσω, ...
- fondent en grec - λιώνω, με βάση, βάση, βασίζονται, βασίζεται, που βασίζονται
- fonderie en grec - χυτήριο, χυτηρίου, χυτηρίων, χύτευσης, χυτήρια
- fondeur en grec - ιδρυτής, ναυαγώ, φουντάρω, ιδρυτή, ο ιδρυτής, ιδρυτικό, τον ιδρυτή
Mots aléatoires
Fonder en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: καθελκύω, εξαπολύω, τεκμηριώνω, αναστηλώνω, ανάστημα, ορθώνω, κορμοστασιά, επιβάλλω, αποτελώ, ανεγείρω, εγκαθιδρύω, ιδρύω, χτίζω, εγκαθιστώ, συγκροτώ, διαπιστώνω, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί
Traductions: καθελκύω, εξαπολύω, τεκμηριώνω, αναστηλώνω, ανάστημα, ορθώνω, κορμοστασιά, επιβάλλω, αποτελώ, ανεγείρω, εγκαθιδρύω, ιδρύω, χτίζω, εγκαθιστώ, συγκροτώ, διαπιστώνω, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί