Formée en grec
Traduction: formée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σχηματίζεται, σχηματίζονται, που σχηματίζεται, σχηματίστηκε, διαμορφώνεται
Autres langues
Mots associés / Définition (def): formée
forme définition, formée antonymes, formée dans le foie, formée de grains minuscules, formée de quartz, formée dictionnaire de langue grec, formée en grec
Traductions
- formèrent en grec - σχηματίζεται, σχηματίζονται, που σχηματίζεται, σχηματίστηκε, διαμορφώνεται
- formé en grec - σχηματίζεται, σχηματίζονται, που σχηματίζεται, σχηματίστηκε, διαμορφώνεται
- formées en grec - σχηματίζεται, σχηματίζονται, που σχηματίζεται, σχηματίστηκε, διαμορφώνεται
- formés en grec - εκπαιδευμένο, εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένους
Mots aléatoires
Formée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σχηματίζεται, σχηματίζονται, που σχηματίζεται, σχηματίστηκε, διαμορφώνεται
Traductions: σχηματίζεται, σχηματίζονται, που σχηματίζεται, σχηματίστηκε, διαμορφώνεται