Foule en grec

Traduction: foule, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σωρός, μάζα, στοίβα, αγέλη, μαζικός, αγορά, κοπάδι, μοιράζω, ορδή, όχλος, πακέτο, κατακλύζω, στοιβάζω, πλήθος, οικοδεσπότης, σμάρι, πλήθους, κοινό, κόσμος, του πλήθους
Foule en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): foule

al hy, dans la foule, edith piaf, foule access, foule antonymes, foule dictionnaire de langue grec, foule en grec

Traductions

  • fouir en grec - αναζητώ, κουνελοφωλιά, κέντρισμα, κασμάς, νύξη, ερευνώ, συλλέγω, ...
  • foulard en grec - κασκόλ, σάλι, πετσετάκι, μαντήλι, χαρτοπετσέτα, πετσέτα, μαντίλι, ...
  • fouler en grec - βίδα, πατημασιά, βήμα, τσαλαπατώ, αλήτης, μόρτης, βιδώνω, ...
  • foulure en grec - στραμπουλίζω, τεντώνω, διηθώ, ζόρι, ένταση, γένος, τάση, ...
Mots aléatoires
Foule en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σωρός, μάζα, στοίβα, αγέλη, μαζικός, αγορά, κοπάδι, μοιράζω, ορδή, όχλος, πακέτο, κατακλύζω, στοιβάζω, πλήθος, οικοδεσπότης, σμάρι, πλήθους, κοινό, κόσμος, του πλήθους