Fouler en grec
Traduction: fouler, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
βίδα, πατημασιά, βήμα, τσαλαπατώ, αλήτης, μόρτης, βιδώνω, αγύρτης, πάτημα, πέλματος, πέλμα, του πέλματος, το πέλμα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): fouler
fouler anglais, fouler antonymes, fouler au pied, fouler aux pieds définition, fouler conjugaison, fouler dictionnaire de langue grec, fouler en grec
Traductions
- foulard en grec - κασκόλ, σάλι, πετσετάκι, μαντήλι, χαρτοπετσέτα, πετσέτα, μαντίλι, ...
- foule en grec - σωρός, μάζα, στοίβα, αγέλη, μαζικός, αγορά, κοπάδι, ...
- foulure en grec - στραμπουλίζω, τεντώνω, διηθώ, ζόρι, ένταση, γένος, τάση, ...
- four en grec - κουζίνα, φούρνος, κλίβανος, φούρνο, φούρνου, κλίβανο, κλιβάνου
Mots aléatoires
Fouler en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: βίδα, πατημασιά, βήμα, τσαλαπατώ, αλήτης, μόρτης, βιδώνω, αγύρτης, πάτημα, πέλματος, πέλμα, του πέλματος, το πέλμα
Traductions: βίδα, πατημασιά, βήμα, τσαλαπατώ, αλήτης, μόρτης, βιδώνω, αγύρτης, πάτημα, πέλματος, πέλμα, του πέλματος, το πέλμα