Gémissement en grec
Traduction: gémissement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
οδυρμός, μουγκρίζω, στενάζω, κλαψιάρικος, στριγγλίζω, μοιρολογώ, παραπονιάρικος, θρηνώ, μουγκρητό, τρίξιμο, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): gémissement
gémissement amour, gémissement antonymes, gémissement bébé, gémissement de chien, gémissement de femme, gémissement dictionnaire de langue grec, gémissement en grec
Traductions
- gémis en grec - στενάζω, μουγκρητό, μουγκρίζω, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
- gémissant en grec - γκρίνια, moaning, γκρίνιες, στενάζοντας, βογκητό
- gémissent en grec - μουγκρητό, μουγκρίζω, στενάζω, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, στεναγμό, ...
- gémissez en grec - μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, ουρλιάζω, ουρλιαχτό, ουρλιάζουν, howl, ...
Mots aléatoires
Gémissement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: οδυρμός, μουγκρίζω, στενάζω, κλαψιάρικος, στριγγλίζω, μοιρολογώ, παραπονιάρικος, θρηνώ, μουγκρητό, τρίξιμο, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
Traductions: οδυρμός, μουγκρίζω, στενάζω, κλαψιάρικος, στριγγλίζω, μοιρολογώ, παραπονιάρικος, θρηνώ, μουγκρητό, τρίξιμο, γκρίνια, βογκητό, βογγητό