Graisseux en grec
Traduction: graisseux, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
έντονος, γενναίος, χοντρός, σαρκώδης, χόνδρος, λιπαρός, παχουλός, τόλμημα, τροφαντός, θαρραλέος, λίπος, λιπαρό, λιπαρή, λιπαρά, λιπαρές
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): graisseux
amas graisseux, foie graisseux, foie graisseux+symptomes, genoux graisseux, graisseux antonymes, graisseux dictionnaire de langue grec, graisseux en grec
Traductions
- graisser en grec - διαδίδω, επέκταση, λιπαντικό, απλώνω, γράσο, φουντώνω, λίπος, ...
- graisseur en grec - λιπαίνων, greaser, γράσου
- grammaire en grec - γραμματική, γραμματικής, τη γραμματική, της γραμματικής, γραμματικό
- grammairien en grec - γραμματικός, γραμματικού, συντάκτης γραμματικής, Ο γραμματικός, γραμματικής
Mots aléatoires
Graisseux en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: έντονος, γενναίος, χοντρός, σαρκώδης, χόνδρος, λιπαρός, παχουλός, τόλμημα, τροφαντός, θαρραλέος, λίπος, λιπαρό, λιπαρή, λιπαρά, λιπαρές
Traductions: έντονος, γενναίος, χοντρός, σαρκώδης, χόνδρος, λιπαρός, παχουλός, τόλμημα, τροφαντός, θαρραλέος, λίπος, λιπαρό, λιπαρή, λιπαρά, λιπαρές