Hésiter en grec
Traduction: hésiter, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαμένω, καθυστερώ, αμφιρρέπω, βραδυπορώ, επιμένω, χρονοτριβώ, καθυστέρηση, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): hésiter
hésiter allemand, hésiter anglais, hésiter antonymes, hésiter conjugaison, hésiter conjuguer, hésiter dictionnaire de langue grec, hésiter en grec
Traductions
- hésitation en grec - δισταγμός, διακύμανση, διστακτικότητα, δισταγμό, δισταγμούς, δισταγμού
- hésitent en grec - διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
- hésitez en grec - δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
- hésitons en grec - διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
Mots aléatoires
Hésiter en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαμένω, καθυστερώ, αμφιρρέπω, βραδυπορώ, επιμένω, χρονοτριβώ, καθυστέρηση, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
Traductions: διαμένω, καθυστερώ, αμφιρρέπω, βραδυπορώ, επιμένω, χρονοτριβώ, καθυστέρηση, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε