Habit en grec

Traduction: habit, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
έξη, ντύσιμο, ντύνομαι, αρμόζω, παρουσιαστικό, φουστάνι, εξυπηρετώ, συνήθεια, ρουχισμός, κοστούμι, ντύνω, βολεύω, ρούχα, φόρεμα, ενδυμασία, ρούχο, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια
Habit en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): habit

guerlain, habit antonymes, habit bebe, habit bébé, habit de grossesse, habit dictionnaire de langue grec, habit en grec

Traductions

  • habillées en grec - ντυμένος, ντυμένοι, δέψη
  • habillés en grec - ντυμένος, ντυμένοι, δέψη
  • habita en grec - έζησε, έζησαν, ζούσαν, ζήσει, ζούσε
  • habitable en grec - κατοικημένος, κατοικήσιμος, οικιστικός, Κατοικήσιμη, κατοικήσιμο, ενδιαιτήσεως, κατοικήσιμα
Mots aléatoires
Habit en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: έξη, ντύσιμο, ντύνομαι, αρμόζω, παρουσιαστικό, φουστάνι, εξυπηρετώ, συνήθεια, ρουχισμός, κοστούμι, ντύνω, βολεύω, ρούχα, φόρεμα, ενδυμασία, ρούχο, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, η συνήθεια