Hachage en grec
Traduction: hachage, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επώαση, χασίσι, hash, κατακερματισμού, κλειδί κατακερματισμού, δίεσης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): hachage
fonction de hachage, hachage antonymes, hachage cryptographique, hachage grammaire, hachage java, hachage dictionnaire de langue grec, hachage en grec
Traductions
- habitées en grec - κατοικείται, κατοικήθηκε, κατοικούνται, κατοικούνταν, κατοικηθεί
- habités en grec - κατοικείται, κατοικήθηκε, κατοικούνται, κατοικούνταν, κατοικηθεί
- hache en grec - πελέκι, τσεκούρι, ελικόπτερο, πέλεκας, ax, πέλεκυ, πέλεκυς, ...
- hacher en grec - διάλλειμα, καταστρέφω, καλέμι, κόψιμο, διακόπτω, αναστέλλω, κρεμώ, ...
Mots aléatoires
Hachage en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επώαση, χασίσι, hash, κατακερματισμού, κλειδί κατακερματισμού, δίεσης
Traductions: επώαση, χασίσι, hash, κατακερματισμού, κλειδί κατακερματισμού, δίεσης