Imposteur en grec
Traduction: imposteur, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κλέβω, πλαστογραφία, πλαστός, κακοποιός, απατεώνας, βιολιστής, φενακίζω, κομπιναδόρος, καρχαρίας, απάτη, δόλος, καμώματα, κάλπικος, ζαβολιάρης, αγύρτης, απατεώνα, impostor, σωσία
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): imposteur
féminin imposteur, imposteur antonymes, imposteur de susanne winnacker, imposteur définition, imposteur en anglais, imposteur dictionnaire de langue grec, imposteur en grec
Traductions
- impossibilité en grec - αδύνατο, αδυναμία, αδυναμίας, αδύνατη, αδύνατον
- impossible en grec - δύσχρηστος, αδύνατον, αδύνατος, αδύνατο, αδύνατη, δυνατόν
- imposture en grec - δολοπλοκία, απάτη, κλέβω, φενακίζω, ζαβολιάρης, πλαστογραφία, κάλπικος, ...
- imposèrent en grec - επιβάλλονται, που επιβάλλονται, επέβαλε, επιβληθεί, επιβλήθηκε
Mots aléatoires
Imposteur en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κλέβω, πλαστογραφία, πλαστός, κακοποιός, απατεώνας, βιολιστής, φενακίζω, κομπιναδόρος, καρχαρίας, απάτη, δόλος, καμώματα, κάλπικος, ζαβολιάρης, αγύρτης, απατεώνα, impostor, σωσία
Traductions: κλέβω, πλαστογραφία, πλαστός, κακοποιός, απατεώνας, βιολιστής, φενακίζω, κομπιναδόρος, καρχαρίας, απάτη, δόλος, καμώματα, κάλπικος, ζαβολιάρης, αγύρτης, απατεώνα, impostor, σωσία