Impulsivité en grec
Traduction: impulsivité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αυθόρμητη ενέργεια, παρορμητικότητα, αυθορμητισμό, η παρορμητικότητα, την παρορμητικότητα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): impulsivité
impulsivite agressivité, impulsivité adolescent, impulsivité antonymes, impulsivité citation, impulsivité cognitive, impulsivité dictionnaire de langue grec, impulsivité en grec
Traductions
- impulsif en grec - ορμέμφυτος, παρορμητικός, παρορμητική, παρορμητικές, παρορμητικά, παρορμητικό
- impulsion en grec - σπιρουνίζω, σπιρούνι, παρακινώ, πρόσβαση, κεντρίζω, παρόρμηση, ώθηση, ...
- impuni en grec - ατιμώρητος, ατιμώρητοι, ατιμώρητη, ατιμώρητες, ατιμώρητα
- impunité en grec - ασυδοσία, ατιμωρησία, ατιμωρησίας, της ατιμωρησίας, την ατιμωρησία, η ατιμωρησία
Mots aléatoires
Impulsivité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αυθόρμητη ενέργεια, παρορμητικότητα, αυθορμητισμό, η παρορμητικότητα, την παρορμητικότητα
Traductions: αυθόρμητη ενέργεια, παρορμητικότητα, αυθορμητισμό, η παρορμητικότητα, την παρορμητικότητα