Imputer en grec
Traduction: imputer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ιδιότητα, αναθέτω, διορίζω, επιρρίπτω, αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, εμφάνισης τεκμαρτού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): imputer
définition imputer, imputer antonymes, imputer ausy, imputer conjugaison, imputer deficit foncier, imputer dictionnaire de langue grec, imputer en grec
Traductions
- impureté en grec - μουρνταριά, ακαθαρσία, πρόσμειξη, πρόσμιξη, πρόσμειξης, ακαθαρσίας
- imputation en grec - απόδοση, καταλογισμού του φόρου, τεκμαρτής εκτίμησης, τεκμαρτή εκτίμηση, τον καταλογισμό
- impédance en grec - αντίσταση, αντοχή, σύνθετη αντίσταση, σύνθετης αντίστασης, εμπέδηση, αντίστασης
- impénitent en grec - αμετανόητος, αμετανόητοι, αμετανόητους, αμετανόητη, αμετανόητο
Mots aléatoires
Imputer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ιδιότητα, αναθέτω, διορίζω, επιρρίπτω, αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, εμφάνισης τεκμαρτού
Traductions: ιδιότητα, αναθέτω, διορίζω, επιρρίπτω, αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, εμφάνισης τεκμαρτού