Indigence en grec
Traduction: indigence, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
έλλειψη, δυστυχία, χρειάζομαι, μιζέρια, φτώχεια, θέλω, ανάγκη, ένδεια, αναγκαιότητα, υστέρημα, πενία, ακτημοσύνη, ανέχειας, απορίας, προσωπική ένδεια
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): indigence
indigence antonymes, indigence culturelle, indigence d'esprit, indigence definition, indigence définition, indigence dictionnaire de langue grec, indigence en grec
Traductions
- indifférence en grec - καταψύχω, πούντα, δροσερός, κρύος, απάθεια, αδιαφορία, παγερός, ...
- indifférent en grec - αναίσθητος, απαθής, αδρανής, επουσιώδης, νεκρό, ουδέτερος, κρύος, ...
- indigent en grec - ζητιάνος, άπορος, πενιχρός, φτωχός, καημένος, λιγοστός, ελεεινός, ...
- indigestion en grec - δυσπεψία, δυσπεψίας, τη δυσπεψία, της δυσπεψίας, η δυσπεψία
Mots aléatoires
Indigence en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: έλλειψη, δυστυχία, χρειάζομαι, μιζέρια, φτώχεια, θέλω, ανάγκη, ένδεια, αναγκαιότητα, υστέρημα, πενία, ακτημοσύνη, ανέχειας, απορίας, προσωπική ένδεια
Traductions: έλλειψη, δυστυχία, χρειάζομαι, μιζέρια, φτώχεια, θέλω, ανάγκη, ένδεια, αναγκαιότητα, υστέρημα, πενία, ακτημοσύνη, ανέχειας, απορίας, προσωπική ένδεια