Ingénuité en grec
Traduction: ingénuité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
απλότητα, εξυπνάδα, ευφυία, εφευρετικότητα, ευστροφία, επινοητικότητα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ingénuité
ingénuité antonyme, ingénuité antonymes, ingénuité citation, ingénuité définition, ingénuité définition français, ingénuité dictionnaire de langue grec, ingénuité en grec
Traductions
- ingéniosité en grec - εφευρετικότητα, ευφυΐα, επινοητικότητα, εξυπνάδα, ευφυία, ευστροφία
- ingénu en grec - σταθμίζω, αμβλύς, κάμπος, έντιμος, απότομος, ίσιος, καθοδηγώ, ...
- ingérence en grec - διαπλοκή, παρεμβολή, μεσολάβηση, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής
- inhabile en grec - ατζαμής, αδαής, αναποτελεσματικός, αδέξιος, αποκλειστεί, αποκλείονται, αποκλειστούν, ...
Mots aléatoires
Ingénuité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: απλότητα, εξυπνάδα, ευφυία, εφευρετικότητα, ευστροφία, επινοητικότητα
Traductions: απλότητα, εξυπνάδα, ευφυία, εφευρετικότητα, ευστροφία, επινοητικότητα