Injonction en grec
Traduction: injonction, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
προστάζω, ρύθμιση, εντολή, κανονισμός, προσταγή, τακτοποίηση, διακανονισμός, διατάζω, ετοιμασία, διευθέτηση, διαταγή, ασφαλιστικών μέτρων, διαταγής, παραλείψεως
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): injonction
définition de injonction, faire injonction, injonction antonymes, injonction contradictoire, injonction de faire, injonction dictionnaire de langue grec, injonction en grec
Traductions
- injectées en grec - ένεση, με ένεση, εγχέεται, ενίεται, εγχύεται
- injectés en grec - ένεση, με ένεση, εγχέεται, ενίεται, εγχύεται
- injure en grec - καταχρώμαι, λοιδορώ, αδίκημα, οργή, δυσφημώ, προπηλακίζω, κατάχρηση, ...
- injures en grec - καταχρώμαι, λοιδορία, κατάχρηση, βρίζω, προσβολές, ύβρεις, προσβολών, ...
Mots aléatoires
Injonction en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: προστάζω, ρύθμιση, εντολή, κανονισμός, προσταγή, τακτοποίηση, διακανονισμός, διατάζω, ετοιμασία, διευθέτηση, διαταγή, ασφαλιστικών μέτρων, διαταγής, παραλείψεως
Traductions: προστάζω, ρύθμιση, εντολή, κανονισμός, προσταγή, τακτοποίηση, διακανονισμός, διατάζω, ετοιμασία, διευθέτηση, διαταγή, ασφαλιστικών μέτρων, διαταγής, παραλείψεως