Insensé en grec
Traduction: insensé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
άρρωστος, έξαλλος, γελοίος, λωλός, ανόητος, κουζουλός, ανίκανος, τρελούτσικος, τρελός, ξέφρενος, αδέξιος, περίγελος, άσκοπος, χαζός, κουτός, παράλογος, ανόητο, ανόητη, ανόητοι, ανόητες
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): insensé
insensé anglais, insensé antonymes, insensé aubagne, insensé drolatic industry, insensé givenchy, insensé dictionnaire de langue grec, insensé en grec
Traductions
- insensible en grec - κρύος, κρυολόγημα, ανεπηρέαστος, αναίσθητος, απάνθρωπος, πούντα, στυγνός, ...
- insensiblement en grec - ανεπαίσθητα, ανεπαισθήτως, αδιόρατα, αφανώς, χωρίς να το αντιληφθεί
- insertion en grec - εισάγω, έκδοση, δημοσίευμα, βάζω, εισαγωγή, δημοσίευση, καταχώρηση, ...
- insidieusement en grec - επίβουλα, ύπουλα, ύπουλο, ύπουλο τρόπο, με ύπουλο τρόπο, με ύπουλο
Mots aléatoires
Insensé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: άρρωστος, έξαλλος, γελοίος, λωλός, ανόητος, κουζουλός, ανίκανος, τρελούτσικος, τρελός, ξέφρενος, αδέξιος, περίγελος, άσκοπος, χαζός, κουτός, παράλογος, ανόητο, ανόητη, ανόητοι, ανόητες
Traductions: άρρωστος, έξαλλος, γελοίος, λωλός, ανόητος, κουζουλός, ανίκανος, τρελούτσικος, τρελός, ξέφρενος, αδέξιος, περίγελος, άσκοπος, χαζός, κουτός, παράλογος, ανόητο, ανόητη, ανόητοι, ανόητες