Intitulé en grec
Traduction: intitulé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πτυχίο, επικεφαλίδα, τίτλος, βαθμός, πορεία, με τίτλο, τίτλο, δικαιούται, δικαιούνται, το δικαίωμα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): intitulé
définition intitulé, intitulé antonymes, intitulé cv, intitulé de la formation, intitulé de poste, intitulé dictionnaire de langue grec, intitulé en grec
Traductions
- intimité en grec - εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, αυτοπεποίθηση, μυστικότητα, ησυχία, ιδιωτικής ζωής, Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ...
- intituler en grec - κλήση, τιτλοφορώ, τίτλος, τηλεφωνώ, τίτλου, του τίτλου, τίτλο, ...
- intolérable en grec - ανυπόφορος, αδύνατον, αφόρητη, ανυπόφορη, απαράδεκτες, ανεπίτρεπτη
- intolérance en grec - μισαλλοδοξία, αδιαλλαξία, δυσανεξία, μισαλλοδοξίας, δυσανεξίας
Mots aléatoires
Intitulé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πτυχίο, επικεφαλίδα, τίτλος, βαθμός, πορεία, με τίτλο, τίτλο, δικαιούται, δικαιούνται, το δικαίωμα
Traductions: πτυχίο, επικεφαλίδα, τίτλος, βαθμός, πορεία, με τίτλο, τίτλο, δικαιούται, δικαιούνται, το δικαίωμα