Largeur en grec
Traduction: largeur, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): largeur
hauteur largeur, largeur antonymes, largeur baignoire, largeur camion, largeur couloir, largeur dictionnaire de langue grec, largeur en grec
Traductions
- largement en grec - πλατύς, φαρδύς, πλούσια, ευρέως, πλατέως, ευρύτερα, πολύ, ...
- largesse en grec - επίδομα, μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, πριμοδότηση, γενναίο δώρο, γενναιοδωρίας, απλοχεριά, ...
- largue en grec - λάσκος, μπόσικος, χαλαρός, αργοκίνητος, σταγόνες, σταγόνων, πτώσεις
- larguer en grec - σκορ, εκπυρσοκρότηση, πυροβολισμός, πυρκαγιά, λασκάρω, πυροβολώ, εκτινάσσω, ...
Mots aléatoires
Largeur en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Traductions: φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους