Levé en grec
Traduction: levé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επισκόπηση, έρευνα, έρευνας, της έρευνας, μελέτη
Autres langues
Mots associés / Définition (def): levé
au pied levé, bras levé, heure levé soleil, la levé, le levé, levé dictionnaire de langue grec, levé en grec
Traductions
- levâmes en grec - ζυγίζονται, ζυγίζεται, ζυγίστηκαν, ζύγιζε, ζυγίστηκε
- levèrent en grec - τριαντάφυλλο, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, ανήλθε, αύξηση
- levée en grec - μεταρσιώνω, μετάθεση, αφαίρεση, εξάλειψη, ανύψωση, άρση, ανύψωσης, ...
- levées en grec - αρθεί, σήκωσε, αρθούν, ανυψώνεται, ανυψωθεί
Mots aléatoires
Levé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επισκόπηση, έρευνα, έρευνας, της έρευνας, μελέτη
Traductions: επισκόπηση, έρευνα, έρευνας, της έρευνας, μελέτη