Lier en grec
Traduction: lier, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ενώνω, συγχωνεύομαι, ενοποιώ, συγχωνεύω, συνέταιρος, συνενώνω, χερσότοπος, κατατάσσομαι, τσιμέντο, συγκολλώ, ενσωματώνω, δένω, συνδυάζω, κρίκος, τσουβαλιάζω, διηγούμαι, σύνδεσμος, δεσμός, σύνδεση, σύνδεσμο, συνδέσμου
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): lier
a lier, de lier, liar liar, lier 2 pdf, lier antonymes, lier dictionnaire de langue grec, lier en grec
Traductions
- lien en grec - γραβάτα, ένωση, ανταπόκριση, σύνδεση, δένω, σωματειακός, συγκολλώ, ...
- lient en grec - συνδέω, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει
- lierre en grec - κισσός, κισσού, κισσό, κισσούς, ο κισσός
- lieu en grec - τοποθεσία, θέση, κύρος, εντοπίζω, κατάσταση, επισημαίνω, κίνητρο, ...
Mots aléatoires
Lier en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ενώνω, συγχωνεύομαι, ενοποιώ, συγχωνεύω, συνέταιρος, συνενώνω, χερσότοπος, κατατάσσομαι, τσιμέντο, συγκολλώ, ενσωματώνω, δένω, συνδυάζω, κρίκος, τσουβαλιάζω, διηγούμαι, σύνδεσμος, δεσμός, σύνδεση, σύνδεσμο, συνδέσμου
Traductions: ενώνω, συγχωνεύομαι, ενοποιώ, συγχωνεύω, συνέταιρος, συνενώνω, χερσότοπος, κατατάσσομαι, τσιμέντο, συγκολλώ, ενσωματώνω, δένω, συνδυάζω, κρίκος, τσουβαλιάζω, διηγούμαι, σύνδεσμος, δεσμός, σύνδεση, σύνδεσμο, συνδέσμου