Liquidez en grec

Traduction: liquidez, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, εκκαθάριση, περάτωση, ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ, συνεχεία, περατωθεί
Liquidez en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): liquidez

liquidez antonymes, liquidez bancaria, liquidez corrente, liquidez corriente, liquidez de una empresa, liquidez dictionnaire de langue grec, liquidez en grec

Traductions

  • liquident en grec - ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
  • liquider en grec - αποκλείω, έκδηλος, εκκαθαρίζω, διαυγής, εξαλείφω, εναργής, ελευθερώνω, ...
  • liquidité en grec - ρευστότητα, ρευστότητας, της ρευστότητας, τη ρευστότητα, η ρευστότητα
  • liquidons en grec - εκκαθαρίζω, ρευστοποιώ, ρευστοποιήσει, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, εκκαθαρίσει, την εκκαθάριση
Mots aléatoires
Liquidez en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, εκκαθάριση, περάτωση, ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ, συνεχεία, περατωθεί