Liquoreuse en grec
Traduction: liquoreuse, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σοροπιασμένος, σιροποειδής, σιροπιώδης, σιροπιώδους, σιροπώδες
Autres langues
Mots associés / Définition (def): liquoreuse
bière liquoreuse, liquoreuse antonymes, liquoreuse def, liquoreuse grammaire, liquoreuse mots croisés, liquoreuse dictionnaire de langue grec, liquoreuse en grec
Traductions
- liquidées en grec - εκκαθάριση, ρευστοποιηθούν, ρευστοποιηθεί, ρευστοποιούνται, υπό εκκαθάριση
- liquidés en grec - εκκαθάριση, ρευστοποιηθούν, ρευστοποιηθεί, ρευστοποιούνται, υπό εκκαθάριση
- liquéfaction en grec - υγροποίηση, υγροποίησης, ρευστοποίηση, ρευστοποίησης, την υγροποίηση
- liquéfier en grec - φιτίλι, συνοψίζω, διευθετώ, λύνω, ξεπαγώνω, συμπυκνώνω, λιώνω, ...
Mots aléatoires
Liquoreuse en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σοροπιασμένος, σιροποειδής, σιροπιώδης, σιροπιώδους, σιροπώδες
Traductions: σοροπιασμένος, σιροποειδής, σιροπιώδης, σιροπιώδους, σιροπώδες