Logées en grec

Traduction: logées, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
στεγάζεται, στεγάζονται, που στεγάζεται, στεγάστηκαν, που στεγάζονται
Logées en grec
Autres langues

Mots associés / Définition (def): logées

cartes logées, de logées, loger synonyme, logées antonymes, logées grammaire, logées dictionnaire de langue grec, logées en grec

Traductions

  • logé en grec - στεγάζεται, στεγάζονται, που στεγάζεται, στεγάστηκαν, που στεγάζονται
  • logée en grec - στεγάζεται, στεγάζονται, που στεγάζεται, στεγάστηκαν, που στεγάζονται
  • logés en grec - στεγάζεται, στεγάζονται, που στεγάζεται, στεγάστηκαν, που στεγάζονται
  • loi en grec - πράξη, νόμος, καταστατικό, δικαίωμα, δεξιός, αρχή, σωστός, ...
Mots aléatoires
Logées en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: στεγάζεται, στεγάζονται, που στεγάζεται, στεγάστηκαν, που στεγάζονται