Lourd en grec
Traduction: lourd, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σκανδαλώδης, άγριος, δύσκολος, σκληρός, αυστηρός, σοβαρός, πυκνός, βαρύς, δριμύς, επαχθής, σέρτικος, τραχύς, εξωφρενικός, τύμβος, καίριος, τάφος, βαριά, βαρέων, βαρέα, βαρύ
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): lourd
accident poids lourd, chauffeur, chauffeur poid lourd, chauffeur poids lourd, du lourd, lourd dictionnaire de langue grec, lourd en grec
Traductions
- loupiot en grec - κατσικάκι, παιδί, πιτσιρίκος, κατσίκι, το παιδί, παιδιού, κατσικιών
- loups en grec - λύκοι, Γούλβς, Wolves, Λύκους, Λύκων
- lourdaud en grec - βώλος, βλάκας, OAF, ηλίθιον παιδί, κρετίνα, γουρούνι
- lourdaude en grec - χάνω
Mots aléatoires
Lourd en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σκανδαλώδης, άγριος, δύσκολος, σκληρός, αυστηρός, σοβαρός, πυκνός, βαρύς, δριμύς, επαχθής, σέρτικος, τραχύς, εξωφρενικός, τύμβος, καίριος, τάφος, βαριά, βαρέων, βαρέα, βαρύ
Traductions: σκανδαλώδης, άγριος, δύσκολος, σκληρός, αυστηρός, σοβαρός, πυκνός, βαρύς, δριμύς, επαχθής, σέρτικος, τραχύς, εξωφρενικός, τύμβος, καίριος, τάφος, βαριά, βαρέων, βαρέα, βαρύ