Lutté en grec
Traduction: lutté, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
καταπολεμώ, παλεύω, αρπάζομαι, μάχη, αντιπαράθεση, πόλεμος, μάχομαι, αγώνας, αγωνίζομαι, δραστηριοποιούμαι, πάλη, καταπολέμηση, αγώνα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): lutté
catch au quotidien, fn, fn lutte, la lutte, lutte anti blanchiment, lutté dictionnaire de langue grec, lutté en grec
Traductions
- luttai en grec - αγωνίστηκε, παλέψει, αγωνιστεί, αγωνίστηκαν, παλέψει για
- luttant en grec - την καταπολέμηση της, πάλης, μάχης, μάχες, καταπολέμηση
- luttent en grec - αγώνας, αγωνίζομαι, την καταπολέμηση της, πάλης, μάχης, μάχες, καταπολέμηση
- lutter en grec - διαφωνία, δραστηριοποιούμαι, παλεύω, διένεξη, πασχίζω, αρπάζομαι, μάχομαι, ...
Mots aléatoires
Lutté en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: καταπολεμώ, παλεύω, αρπάζομαι, μάχη, αντιπαράθεση, πόλεμος, μάχομαι, αγώνας, αγωνίζομαι, δραστηριοποιούμαι, πάλη, καταπολέμηση, αγώνα
Traductions: καταπολεμώ, παλεύω, αρπάζομαι, μάχη, αντιπαράθεση, πόλεμος, μάχομαι, αγώνας, αγωνίζομαι, δραστηριοποιούμαι, πάλη, καταπολέμηση, αγώνα