Médité en grec

Traduction: médité, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σκέπτομαι, διαλογίζεται, meditate, διαλογίζονται, διαλογιστείτε
Médité en grec
Autres langues

Mots associés / Définition (def): médité

médite antonymes, médite bois, médite definition, médite grammaire, médite la dessus, médité dictionnaire de langue grec, médité en grec

Traductions

  • méditation en grec - εικασία, σκέψη, νομίζω, κερδοσκοπία, εσκεμμένος, σκέφτομαι, διαλογισμός, ...
  • méditative en grec - συλλογισμένος, στοχαστικό, Διαλογισμός, διαλογιστικές, Meditative
  • méditent en grec - σκέπτομαι, διαλογίζεται, meditate, διαλογίζονται, διαλογιστείτε
  • méditer en grec - διαλογίζομαι, συλλογίζομαι, ζεσταίνω, εικάζω, αναχαράζω, εσκεμμένος, σταθμίζω, ...
Mots aléatoires
Médité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σκέπτομαι, διαλογίζεται, meditate, διαλογίζονται, διαλογιστείτε