Ménager en grec
Traduction: ménager, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
λυπάμαι, τακτοποιώ, κατασκευάζω, μετανιώνω, σπιτικό, περισσεύω, αποκρούω, τύπος, τσιγκουνεύομαι, κατοικίδιος, εξαναγκάζω, λύπη, φτιάχνω, αποταμιεύω, ξεδιαλέγω, οικογένεια, εφεδρικός, ανταλλακτικά, ανταλλακτικών, πλεονάζουσα, εφεδρικό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ménager
alcool ménager, appareil ménager, electro ménager, ménager antonymes, ménager définition, ménager dictionnaire de langue grec, ménager en grec
Traductions
- ménage en grec - σπιτικό, οίκος, οικιακός, σπίτι, οικογένεια, νοικοκυριό, οικιακών, ...
- ménagement en grec - άποψη, φροντίδα, σκέψη, θεωρώ, θωριά, σέβομαι, όψη, ...
- ménagerie en grec - θηριοτροφείο, Η αγέλη των ζώων, θηριοτροφείου, αγέλη των ζώων, θηριοτροφείο που
- ménagère en grec - νοικοκυρά, νοικοκυράς, νοικοκυρά που, οικοκυρά
Mots aléatoires
Ménager en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: λυπάμαι, τακτοποιώ, κατασκευάζω, μετανιώνω, σπιτικό, περισσεύω, αποκρούω, τύπος, τσιγκουνεύομαι, κατοικίδιος, εξαναγκάζω, λύπη, φτιάχνω, αποταμιεύω, ξεδιαλέγω, οικογένεια, εφεδρικός, ανταλλακτικά, ανταλλακτικών, πλεονάζουσα, εφεδρικό
Traductions: λυπάμαι, τακτοποιώ, κατασκευάζω, μετανιώνω, σπιτικό, περισσεύω, αποκρούω, τύπος, τσιγκουνεύομαι, κατοικίδιος, εξαναγκάζω, λύπη, φτιάχνω, αποταμιεύω, ξεδιαλέγω, οικογένεια, εφεδρικός, ανταλλακτικά, ανταλλακτικών, πλεονάζουσα, εφεδρικό