Maquiller en grec

Traduction: maquiller, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πλαστός, αλλοιώνω, ιατρός, βάφω, εικόνα, νοθεύω, διακοσμώ, πλαστογραφία, κίβδηλος, κάλπικος, παραποιώ, συνθέτουν, απαρτίζουν, αποτελούν, να αναπληρώσετε, συνιστούν
Maquiller en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): maquiller

bien se maquiller, comment de maquiller, comment maquiller, comment se maquiller, maquillage, maquiller dictionnaire de langue grec, maquiller en grec

Traductions

  • maquignonnage en grec - δοσοληψία, κυκλοφορία, παζάρια, παζάρι, παζαρέματα, παζάρεμα, παζάρι που
  • maquillage en grec - συνθέτουν, απαρτίζουν, αποτελούν, να αναπληρώσετε, συνιστούν
  • maquis en grec - θάμνοι, τρίβω, χαμόκλαδα, ρουμάνι, χαμόδεντρα, θάμνος, μακί, ...
  • marabout en grec - μαραμπού, Marabou, Μαραμπού τα, Το Marabou, Φτερά και μαραμπού
Mots aléatoires
Maquiller en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πλαστός, αλλοιώνω, ιατρός, βάφω, εικόνα, νοθεύω, διακοσμώ, πλαστογραφία, κίβδηλος, κάλπικος, παραποιώ, συνθέτουν, απαρτίζουν, αποτελούν, να αναπληρώσετε, συνιστούν