Misérable en grec
Traduction: misérable, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αξιοθρήνητος, φτηνός, ποταπός, άθλιος, ταπεινός, αξιολύπητος, φτωχός, ελεεινός, άτυχος, χάλια, οικτρός, αξιοκαταφρόνητος, δυστυχισμένος, άπορος, πενιχρός, βρώμικος, άθλια, άθλιες, άθλιους, άθλιο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): misérable
les misérable, les misérable résumé, les misérables, misérable antonyme, misérable antonymes, misérable dictionnaire de langue grec, misérable en grec
Traductions
- misère en grec - αγωνία, έλλειψη, φτώχεια, θέλω, δυστυχία, θλίψη, ατυχία, ...
- misères en grec - αθλιότητες, δυστυχίες, μιζέρια, δεινά, miseries
- misérablement en grec - φτωχά, άθλιως, παταγωδώς, οικτρά, άθλια, αξιοθρήνητα
- miséreux en grec - οικτρός, φτωχός, ταπεινός, χάλια, πενιχρός, αξιολύπητος, άπορος, ...
Mots aléatoires
Misérable en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αξιοθρήνητος, φτηνός, ποταπός, άθλιος, ταπεινός, αξιολύπητος, φτωχός, ελεεινός, άτυχος, χάλια, οικτρός, αξιοκαταφρόνητος, δυστυχισμένος, άπορος, πενιχρός, βρώμικος, άθλια, άθλιες, άθλιους, άθλιο
Traductions: αξιοθρήνητος, φτηνός, ποταπός, άθλιος, ταπεινός, αξιολύπητος, φτωχός, ελεεινός, άτυχος, χάλια, οικτρός, αξιοκαταφρόνητος, δυστυχισμένος, άπορος, πενιχρός, βρώμικος, άθλια, άθλιες, άθλιους, άθλιο