Muer en grec
Traduction: muer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σπάζω, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, πτερορρέω, τριχορροώ, πτερόπτωση, πτερόρροιας, έκδυση
Autres langues
Mots associés / Définition (def): muer
comment muer, mue serpent, muer antonymes, muer conjugaison, muer def, muer dictionnaire de langue grec, muer en grec
Traductions
- mucus en grec - γλίτσα, φλέγμα, βλέννας, βλέννα, βλέννης, βλέννη
- mue en grec - πτερορρέω, τριχορροώ, πτερόπτωση, πτερόρροιας, έκδυση
- mues en grec - οδηγείται, με γνώμονα, γνώμονα, οδηγούνται, κινείται
- muet en grec - άφωνος, άναυδος, χαζός, σιωπηλός, εμβρόντητος, μουγγός, άναρθρος, ...
Mots aléatoires
Muer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σπάζω, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, πτερορρέω, τριχορροώ, πτερόπτωση, πτερόρροιας, έκδυση
Traductions: σπάζω, διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, πτερορρέω, τριχορροώ, πτερόπτωση, πτερόρροιας, έκδυση