Octroyer en grec
Traduction: octroyer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χορηγώ, φανελάκι, παρέχω, φανέλα, δίνω, υποτροφία, παραδίνω, συσκέπτομαι, επίδομα, προσφέρω, παραχωρώ, επιχορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): octroyer
conjugaison octroyer, octroyer antonymes, octroyer au présent de l'indicatif, octroyer conjugaison, octroyer définition, octroyer dictionnaire de langue grec, octroyer en grec
Traductions
- octogénaire en grec - ογδοντάρες, ογδοντάχρονες, octogenarian, ογδοντάχρονου, ογδοντάρης
- octroi en grec - υποτροφία, επίδομα, χορηγώ, επιχορηγώ, χορήγηση, χορήγησης, παροχή, ...
- oculaire en grec - προσοφθάλμιο, προσοφθαλμίου, προσοφθάλμιο φακό, προσοφθάλμιου φακού, προσοφθάλμιου
- oculiste en grec - οφθαλμίατρος, οφθαλμίατρο, oculist, οφθαλμολόγος
Mots aléatoires
Octroyer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χορηγώ, φανελάκι, παρέχω, φανέλα, δίνω, υποτροφία, παραδίνω, συσκέπτομαι, επίδομα, προσφέρω, παραχωρώ, επιχορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Traductions: χορηγώ, φανελάκι, παρέχω, φανέλα, δίνω, υποτροφία, παραδίνω, συσκέπτομαι, επίδομα, προσφέρω, παραχωρώ, επιχορηγώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί