Or en grec
Traduction: or, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τώρα, λοιπόν, μάλαμα, αναβλύζω, χρυσός, γιατί, πηγάδι, καλά, χρυσό, χρυσού, χρυσά, το χρυσό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): or
13 or, achat or, bague or, bijoux, bijoux or, or dictionnaire de langue grec, or en grec
Traductions
- opérées en grec - λειτουργεί, λειτουργούν, που λειτουργούν, που λειτουργεί, λειτουργούσε
- opérés en grec - λειτουργεί, λειτουργούν, που λειτουργούν, που λειτουργεί, λειτουργούσε
- or> en grec - εμμένω, Χρυσό, Gold, Χρυσός, χρυσού, Χρυσή
- oracle en grec - μαντείο, χρησμό, της Oracle, μαντείου, χρησμός
Mots aléatoires
Or en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τώρα, λοιπόν, μάλαμα, αναβλύζω, χρυσός, γιατί, πηγάδι, καλά, χρυσό, χρυσού, χρυσά, το χρυσό
Traductions: τώρα, λοιπόν, μάλαμα, αναβλύζω, χρυσός, γιατί, πηγάδι, καλά, χρυσό, χρυσού, χρυσά, το χρυσό