Ouverture en grec
Traduction: ouverture, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
στόμα, διέξοδος, σκάβω, τρήμα, διαρρέω, κουνελοφωλιά, στόμιο, σχισμή, τρύπα, διαρροή, οπή, άνοιγμα, ανοίγματος, το άνοιγμα, έναρξη, άνοιγμα της
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ouverture
auchan, carrefour, horaire, horaire ouverture, ikea ouverture, ouverture dictionnaire de langue grec, ouverture en grec
Traductions
- ouvertement en grec - ειλικρινά, ανοιχτά, φανερά, ανοικτά, πιο ανοικτά, απροκάλυπτα
- ouvertes en grec - ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ανοικτή, ανοικτό
- ouvrable en grec - γρατσουνίζω, μονότονος, ξύνω, ξέγνοιαστος, πεζός, ανεπίσημος, κοινός, ...
- ouvrage en grec - εργάζομαι, καθήκον, κοπιάζω, δουλεύω, δουλειά, εμπριμέ, τυπώνω, ...
Mots aléatoires
Ouverture en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: στόμα, διέξοδος, σκάβω, τρήμα, διαρρέω, κουνελοφωλιά, στόμιο, σχισμή, τρύπα, διαρροή, οπή, άνοιγμα, ανοίγματος, το άνοιγμα, έναρξη, άνοιγμα της
Traductions: στόμα, διέξοδος, σκάβω, τρήμα, διαρρέω, κουνελοφωλιά, στόμιο, σχισμή, τρύπα, διαρροή, οπή, άνοιγμα, ανοίγματος, το άνοιγμα, έναρξη, άνοιγμα της